Με το γράψιμο έχω μία σχέση αγάπης και μίσους. Το αγαπώ, όχι μόνο επειδή από το 1986 με ταίζει ανελλιπώς, αλλά επειδή το θεωρώ μέγιστη μορφή έκφρασης και επικοινωνίας. Το έχω μισήσει όμως κατά καιρούς, μιας και όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα μπλεγμένος σε κάποιο κείμενο βρίσκομαι, παλεύοντας να προλάβω την προθεσμία – deadline λέγεται – μιας έκδοσης.
Από 19 ετών που ξεκίνησα να γράφω ημιεπαγγελματικά και από τα 25 επαγγελματικά μέχρι τα 54 που γράφω ελάχιστα πλέον, έχω ακριβώς τα ίδια συμπτώματα όταν πρέπει να φέρω σε πέρας ένα κείμενο. Μιλάμε για κείμενο δημοσιεύσιμο, όχι για απλή ανάρτηση σε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης:
- Αρνούμαι να το ξεκινήσω σα να μην έχω τίποτα να πω.
- Το πιάνω αλλά δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σ’ αυτό και να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη.
- Στην πορεία, ενώ άλλο ξεκίνησα να γράψω, άλλο μου βγαίνει και γίνεται σεντόνι. Και όταν γράφεις σε έντυπο οι λέξεις είναι συγκεκριμένες.
- Όσο το γράφω, το διαβάζω ως αρχισυντάκτης του εαυτού μου και συνήθως το “θάβω”, το σβήνω, το κόβω σε κομμάτια, θεωρώντας το προβλέψιμο, αδιάφορο ή μελό. “Είσαι άχρηστος!” λέω συνήθως στον εαυτό μου σε αυτό το στάδιο.
- Το τραβάω μέρες μέχρι που φτάνω στην τελευταία προθεσμία, οπότε σηκώνομαι μέσα στη νύχτα και το τελειώνω με την ψυχή στο στόμα. Δεν έχω καθυστερήσει ποτέ άρθρο που έπρεπε να παραδώσω κάποιο πρωϊνό, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να χάσω όλο τον ύπνο μου την προηγούμενη νύχτα. Έχω χάσει πολύ ύπνο, όπως καταλαβαίνετε.
- Το διαβάζω τυπωμένο και συνήθως μου αρέσει. Όταν μάλιστα το διαβάσω μετά από καιρό αναρωτιέμαι αν το είχα γράψει εγώ! Αυτό με εκπλήσσει ιδιαίτερα και μου δίνει κουράγιο να καταπιαστώ με το επόμενο.
Στην εποχή του διαδικτύου παρακολουθώ συναδέλφους που γράφουν ένα κείμενο τουλάχιστον την ημέρα συν 2-3 ειδησεογραφικά και πραγματικά υποκλίνομαι. Πώς τα καταφέρνουν;
Γνωρίζω από προσωπική πείρα, βέβαια, ότι το γράψιμο είναι σαν το τζόκινγκ. Γυμναστική του μυαλού. Όταν το αφήσεις σε αφήνει. Όταν το ξαναπιάσεις, τις πρώτες μέρες “πιάνεσαι” τόσο που το σιχαίνεσαι. Θέλεις να το βγάλεις από πάνω σου. Μετά το πρώτο δεκαήμερο το συνηθίζεις και μετά τρέχεις. Έτσι τρέχουν και οι λέξεις στο πληκτρολόγιο. Γνωστό το έργο, οι καλοί συνάδελφοι μπορούν να με καταλάβουν καλύτερα από τον μέσο άνθρωπο – αναγνώστη.
Στην πιο δημιουργική μου περίοδο στους 4Τροχούς (2000-2007) έγραφα τρία έως πέντε άρθρα το μήνα. Μεγάλα συνήθως και περίπλοκα, με πολλή μελέτη και έρευνα το καθένα, χώρια τα άρθρα που έγραφα κάποια χρόνια στις εφημερίδες Αγγελιοφόρος και Έθνος, αλλά και στα άλλα περιοδικά του ομίλου – το 2Τροχοί, το “Ταξιδεύοντας” ή σπανιότερα την Πτήση. Τα άρθρα μου κάλυπταν μηνιαίως από 15-20 έως 30 σελίδες περιοδικού. Δεν τα μέτρησα ποτέ αλλά πρέπει να είχα περίπου 250 σελίδες το χρόνο – δηλαδή πάνω από ένα τεύχος σε 12 μήνες.
Μετά ήρθε ο γύρος του κόσμου. Εκεί είχα δύο ήδη γραψίματος. Το αυθόρμητο, καθημερινό σχεδόν γράψιμο για το site (www.theworldoffroad.com) – το ημερολόγιό μας δηλαδή στα ελληνικά και αγγλικά.
Αυτά τα κείμενα, πάνω από 1000 συνολικά σε 1177 ημέρες ταξιδιού (1234 μαζί με το μεσοδιάστημα στην Ελλάδα μετά την Αφρική), ήταν τα πιο απολαυστικά που έχω γράψει ποτέ μου, απλά επειδή δεν με ταλαιπώρησαν ποτέ. Όλα τους γράφτηκαν με την ταχύτητα πληκτολόγησης, χωρίς την παραμικρή σκέψη πριν τα ξεκινήσω ή κατά τη διάρκεια.
Τα έγραφα συνήθως βραδάκι μετά τη διαδρομή της ημέρας – η οποία μπορεί να ήταν και 500 χιλιόμετρα – όταν είχαμε παρκάρει το Land Rover κάπου να κοιμηθούμε κι ενώ η Βούλα ετοίμαζε το φαγητό.
Κάθε βράδυ σχεδόν προλάβαινα να γράψω 300-700 λέξεις στα Ελληνικά, 200-500 λέξεις στα αγγλικά, να κατεβάσω τις φωτογραφίες της ημέρας στο σκληρό δίσκο, να επιλέξω 5-7 (τις λιγότερο καλλιτεχνικές, ώστε να έμενε κάβα για το περιοδικό), να τις κάνω ένα ελαφρύ photoshop, να συνδεθώ με το δορυφορικό BGAN που μας είχε προμηθεύσει η Navarino και να τα ανέβάσω όλα στο site με ταχύτητες – τότε – 256 kbps.
Ήταν ένα δίωρο δουλειάς, εφόσον δεν είχα κάποιον ντόπιο να μου αποσπάει την προσοχή, όπως στην Αφρική, στην Ινδία ή στο Βιετνάμ. Όποτε κάναμε παρέα με άλλους overlanders, θυμάμαι μου έλεγαν: “Άκη πού βρίσκεις το κουράγιο τέτοια ώρα μετά από τόσο ταξίδι όλη μέρα; Απόλαυσε το ταξίδι”.
Όμως το ταξίδι για μένα ήταν και το γράψιμο. Και η κούραση, η δράση, η φρέσκια εικόνα και η εμπειρία, μου έτρεφαν το μυαλό να γράψω, γι’ αυτό και έβγαιναν οι λέξεις σα νεράκι. Πολύ αργότερα – όταν είμασταν στην Ιταλία – κατέληξα στο ότι η ευχέρεια στη συγγραφή είναι για μένα απόλυτα συνδεδεμένη με το αίσθημα της αυτοεκτίμησης. Αν αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου γράφω. Αν δεν… δεν μπορώ να συντάξω λέξη.
Πίσω στο πρώτο The World Offroad, κάθε μήνα ερχόταν η ώρα να γράψω το άρθρο του περιοδικού. Ήταν εξασέλιδο αλλά με τόσες εμπειρίες μέσα στο μήνα δεν μπορούσα να πέσω κάτω από τις 3.000 λέξεις, όσο κι αν έκανα σκληρό editing. Το δημοσιευμένο έβγαινε πολύ πυκνό με τις φωτογραφίες. Κανονικά, με τόσα κείμενα θα έπρεπε το καθένα να είναι 10-12 σελίδες.
Στην αρχή μου έβγαιναν γρήγορα τα κομμάτια και μάλιστα θυμάμαι ακόμη πού τα έγραφα τα περισσότερα: άλλο στο Σεν Λουί της Σενεγάλης, άλλο σε μια ζούγκλα του Καμερούν, άλλο στην έρημο έξω από την Γουάντι Χάλφα του Σουδάν. Σε δύο μέρες τα καθάριζα. Μετά ήθελα τρεις μέρες, τέσσερις ίσως και μία εβδομάδα, όπως στο Κέιπ Τάουν ή στην Γκόα της Ινδίας.
Η μάστιγά μου ήταν – και παραμένει – να μην επαναλαμβάνομαι. Όσο μάλιστα περνούσε ο καιρός, τόσο με βασάνιζε αυτό. Επίσης με ταλαιπωρούσε το να είμαστε σε ένα νέο συναρπαστικό μέρος κι εγώ να πρέπει να ανατρέχω σε ολόκληρο μήνα και να γράψω, πριν το εξερευνήσουμε.
Γι’ αυτό και εφαρμόζαμε μία τεχνική. Επιλέγαμε το πιο αδιάφορο μέρος για να γράψω. Τώρα μου ήρθε ένα μοτέλ κάπου σε έναν αδιάφορο εθνικό δρόμο στην Κολομβία. Ή κάτι μοτέλ στις ΗΠΑ στη μέση του πουθενά. Ήθελα να μην έχει τίποτα τριγύρω που να μου αποσπά την προσοχή.
Σε όλο το ταξίδι έγραψα περίπου 40 άρθρα – δηλαδή 120.000 λέξεις συνολικά. Σε σελίδες περιοδικού ήταν περίπου 240-250, όμως αν φτιάχναμε βιβλίο με όλα αυτά τα κείμενα και τις φωτογραφίες θα γέμιζαν τουλάχιστον 500 σελίδες, για να μην πω 700 και σε μεγάλο φορμά – coffee book.
Ξέρετε πόσο μου πήρε η συγγραφή των μηνιαίων άρθρων και μόνο σε όλο το γύρο του κόσμου – πόσες μέρες δηλαδή επιμηκύνθηκε το ταξίδι για γράψιμο; 180 ημέρες – τις μέτρησα! – δηλαδή 6 μήνες συνολικά. Από τους σαράντα μήνες The World Offroad, οι έξι ήταν γράψιμο!
Όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα και σε τρεις μήνες την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια να πάμε να ζήσουμε στην Τανζανία και να δουλέψουμε στο ξενοδοχείο του Κώστα, έβαλα δύο στόχους, με δεδομένο ότι θα κάναμε για πρώτη φορά μία εντελώς διαφορετική δουλειά, μακριά από κείμενα και περιοδικά: να μετατρέψω το theworldoffroad.com σε ένα ταξιδιωτικό blog και να γράψω ένα βιβλίο για το ταξίδι.
Με τις υποχρεώσεις, τον τρόπο ζωής μας, τα άγχη αλλά και το τροπικό κλίμα στην Τανζανία, απέτυχα και στα δύο. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι σαν χαρακτήρας, σαν εγκέφαλος καλύτερα, δεν μπορώ να είμαι εδώ και να γράφω για το εκεί – στο τώρα και να γράφω για το πριν. Πρέπει να είμαι στο εδώ και τώρα για να γράψω.
Αυτό ίσχυσε και στην Ιταλία, όταν μετακομίσαμε, όπου στην αρχή – μέσα στην ανεργία μου – είχα πολύ χρόνο για να γράψω και βιβλίο και κείμενα για site και τα πάντα. Όμως με ένα παιδί στο σπίτι και την αυτοεκτίμησή μου στο ναδίρ, δεν μπορούσα να ζω με τη θύμιση ενός γύρου του κόσμου – με πονούσε πού είμασταν πριν και πού είχαμε καταλήξει. Οπότε από αυτό το ρημάδι το βιβλίο – το οποίο ήθελα να έχει όλη τη σκέψη και τα συναισθήματα που δεν είχα περιγράψει στα άλλα άρθρα και στα ημερολόγιά μου – έγραψα μόνο 20 σελίδες Word. Μέχρι σήμερα!
Και να που το 2018 αρχίσαμε να ταξιδεύουμε και πάλι. Η αυτοεκτίμηση ανέβηκε. Οι εμπειρίες άρχισαν να γεμίζουν την καθημερινότητα των τριών μας, ακόμη κι όταν κατασκηνώναμε κάπου στην Ελλάδα. Και είχα πάλι χρόνο δημιουργικό ζώντας στο κάμπερ. Όμως κατάλαβα ότι έγινα πολύ δυσκοίλιος στο γράψιμο. Έπρεπε να έχει κάτι το πρωτόγνωρο για μένα η εμπειρία για να την περάσω στο πληκτρολόγιο. Αυτό ισχύει μέχρι σήμερα που είμαστε στις εσχατιές της Ευρώπης, διαβιώνουμε σε αρκτικές θερμοκρασίες μέσα στην πολική νύχτα, σε τόπους υπέροχους που βλέπουμε και οι τρεις για πρώτη φορά.
Κι όμως, γράφω ελάχιστα έως καθόλου. Γιατί; Επειδή η ζωή μας εδώ – άσχετα με αυτό που φαίνεται – είναι μονότονη. Δε συναντάμε ανθρώπους παρά σπάνια, οπότε δεν έχουμε ιστορίες να ανταλλάξουμε. Η καθημερινότητά μας επαναλαμβάνεται. Τα τοπία είναι συγκλονιστικά μεν, έχουν ωστόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον με τη μορφή μιας φωτογραφίας ή ενός βίντεο, παρά μέσα από ένα κείμενο.
Τι να περιγράψω με λέξεις; Ένα λιμανάκι με ψαρόβαρκες σε ένα φιορδ, με τη θάλασσα να παγώνει και το αλάτι να σχηματίζει κρυστάλλους κοντά στην ακτή; Ή τα μαύρα βράχια των ορεινών όγκων που στέκουν απειλητικά πάνω από το φιορδ, θυμίζοντας βουνά των Ιμαλαϊων αλλά σε υψόμετρο λίγο πάνω από τη θάλασσα; Να γράψω τι;
Για το κίτρινο χρώμα του λυκόφωτος βαθιά στο νότο χωρίς υποψία ήλιου; Για το απάτητο χιόνι που γυαλίζει όταν παγώνει στους -10 και κάτω; Ή για το χορό του σέλαος κάποιες νύχτες και το φόβο που αισθάνθηκα στο βόρειο ακρωτήρι του Nordkinn όταν φυσούσε δυνατά αργά το βράδυ και το είδα να εμφανίζεται από εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο βόρεια;
Αν με ρωτήσετε λοιπόν ποιο είναι το παράπονό μου αυτό το διάστημα, δεν είναι τόσο η μοναξιά και η απομόνωση που βιώνουμε ελέω πανδημίας στην πιο αραιοκατοικημένη περιοχή της Ευρώπης. Είναι ότι δεν έχω μέσα μου την ενέργεια να πω ιστορίες.
Ξέρω ότι ακόμη κι έτσι, αν κάποιος με υποχρέωνε να γράφω επαγγελματικά σε καθημερινή βάση, θα το έκανα και μάλιστα θα έβγαινε και καλό. Τώρα, περιμένω να αλλάξουμε περιβάλλον, ώστε να αλλάξει η διάθεση και να μπω σε πρόγραμμα γραψίματος. Το παλεύω, πιστέψτε με!
ΥΓ: Άντε τώρα να το γράψω αυτό και στ’ αγγλικά…