Σε αυτό εδώ το ταξίδι – πρόγευση της Γουατεμάλας, δεν μπορούσαμε να προσπεράσουμε την ηφαιστειογενή λίμνη Ατιτλάν που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.562 μέτρων.
κείμενο & φωτογραφίες: Άκης Τεμπερίδης
Πρόκειται για μία καλντέρα με έκταση 130 τετρ. χιλιομέτρων (18×8 χιλιόμετρα περίπου), η οποία δημιουργήθηκε από ηφαιστειακή έκρηξη πριν από 84.000 χρόνια. Γύρω από τη λίμνη υπάρχουν τρία ηφαίστεια που συνθέτουν ένα έντονο ανάγλυφο και στους κόλπους έχουν χτιστεί χωριά που διατηρούν την παράδοση των γηγενών Μάγια.
Εξερευνητές των αρχών του 20ού αιώνα, όπως ο Γερμανός Αλεξάντερ Βαν Χούμπολτ και ο Βρετανός Άλντους Χάξλεϊ, χαρακτήρισαν την Ατιτλάν ως την «πιο όμορφη λίμνη του κόσμου» και «μία λίμνη Κόμο αλλά με ηφαίστεια». Όπως καταλαβαίνετε, μετά την Αντίγουα και την αρχαία πόλη των Μάγια Τικάλ στον βορρά, η Ατιτλάν είναι η τρίτος σε σημασία τουριστικός προορισμός της Γουατεμάλας. Και δίκαια, θα προσθέσω.
Εμείς κλείσαμε το πιο φτηνό κατάλυμμα που υπήρχε online στο χωριό Σαν Χουάν Λα Λαγκούνα. Posada Maya με 18 δολάρια. Οι φωτογραφίες ήταν μέτριες, οι κριτικές ελάχιστες, αλλά η ανάρτηση περιελάμβανε μία ενδιαφέρουσα περιγραφή: «είναι οικογενειακό μέρος, θα μείνετε με την οικογένειά μου».
Μετά από ένα πεντάωρο ταξίδι 120 χιλιομέτρων με λεωφορείο που πρόσθεσε κι αυτό κάποιες λευκές τρίχες στην κεφαλή μου, φτάσαμε στο λιμανάκι Σαντιάγκο ντε Ατιτλάν, στη νότια όχθη της λίμνης αργά το απόγευμα.
Απευθείας μας πλησίασε ένας ευγενής ξεναγός και μας συνόδευσε καλοπροαίρετα στο λιμάνι για να πάρουμε για το παραδιπλανό χωριό. Προσπάθησε μάλιστα να μας αγχώσει ότι λόγω ώρας δε θα βρούμε αστικό βαρκάκι που κοστίζει 25 qtz – 3 ευρώ το άτομο η διαδρομή, αλλά ότι θα πρέπει να νοικιάσουμε ένα ιδιωτικό με κόστος 40 ευρώ.
Τελικά, μετά από το απαραίτητο παζάρι, με 18 ευρώ φτάσαμε στο Σαν Χουάν, όπου από την ξύλινη προκυμαία ανηφορίσαμε τον πιο πολύχρωμο και διακοσμημένο με καπέλα, ομπρέλες και muñecas (κούκλες) πεζόδρομο που έχουμε δει ποτέ, προς στο κέντρο. Ρωτώντας, βρήκαμε το σπίτι του Ντάνιελ, στο οποίο θα μέναμε.
Ήταν το τελευταίο του χωριού σε ένα χωμάτινο δρομάκι που μας θύμισε Αφρική. Ένα παράπηγμα – όπως τα περισσότερα σπίτια στην Ατιτλάν – από άβαφους τσιμεντόλιθους με τρία δωμάτια, ανοιχτή κουζίνα με ξύλα και αδέσποτα σκυλιά και γάτες να τριγυρνούν στη στενή βεράντα. Με νερό από τεπόζιτο μεν, με αξιοπρεπές wi-fi δε.
Μας έβαλαν να μείνουμε στο δωμάτιο των δύο κοριτσιών της οικογένειας, με όλα τα ρούχα και τα πράγματά τους μέσα κι ένα ντους με κρύο νερό και φθαρμένες πορσελάνες.. Πάθαμε ένα μικρό σοκ, όμως η οικογένεια ήταν τόσο φιλόξενη που άξιζε η συγκατοίκηση.
Ο οικοδεσπότης μας αποδείχτηκε πραγματικός θησαυρός, καθώς ήταν ο επιστάτης του σχολείου που έφτιαξε μία μη κερδοσκοπική οργάνωση από τη Σουηδία, με στόχο να διδάσκονται με ελάχιστο κόστος – και με τη συμμετοχή ξένων εθελοντών – αγγλικά και γνώσεις γραμματείας τα ντόπια κορίτσια του χωριού. Δίπλα στο σπίτι «μας» υπήρχε μάλιστα υφαντουργείο, στο οποίο ένας συνεταιρισμός γυναικών έφτιαχνε χειροποίητα υφαντά.
Όσο για τη Σενιόρα Ελένα, μας μαγείρεψε εξαιρετικό Pepian de Pollo – κοκκινιστό κοτόπουλο με ρύζι – με καλαμποκίσιες τορτίγιες και μπισκότα που έμοιαζαν σαν τα δικά μας τα σμυρνέικα για πρωινό.
Γενικότερα, η κλειστή κοινωνία ενός χωριού στις όχθες της Ατιτλάν μας φάνηκε ιδιαίτερα γοητευτική. Μας απογοήτευσε το τσιμέντο, η λαμαρίνα και γενικά η άναρχη αρχιτεκτονική, όπως και τα αμέτρητα πεταμένα πλαστικά στους δρόμους. Χρειάζεται πολλή δουλειά η καθαριότητα και η ανακύκλωση στην περιοχή της λίμνης. Όταν μάλιστα περνούσαμε με το βαρκάκι στη βόρεια όχθη, στο ιδιαίτερα τουριστικό Παναχατσέλ, σε δύο λιμάνια είδαμε ψόφια ψάρια να πλέουν στην επιφάνεια. Στο διαδίκτυο διάβασα στη συνέχεια ότι η μόλυνση της λίμνης από ανθρώπινα λύμματα δημιουργεί μίας άλγη που σκοτώνει τα ψάρια. Να λοιπόν που τα πιο παραδεισένια μέρη, συχνά είναι αυτά που υποφέρουν περισσότερο, ακριβώς επειδή έλκουν ανεξέλεγκτα κόσμο και δραστηριότητες. Η Γουατεμάλα μάλιστα είναι από τις χώρες που πληρώνουν ήδη το τίμημα της κλιματικής αλλαγής. Πρωτόγνωρες ξηρασίες σε μεγάλο μέρος της χώρας καταστρέφουν τις καλλιέργειες και αυτές με τη σειρά τους προκαλούν μεταναστευτικά ρεύματα προς – πού αλλού; – την πλούσια βόρεια Αμερική. Η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση ξέσπασε το 2018.
Τέτοιες σκέψεις με βασάνιζαν όταν περπατούσαμε στη νεόπλουτη πλευρά της πρωτεύουσας πριν πάρουμε το αεροπλάνο της επιστροφής για το Χιούστον. Σκεφτόμουν πόσο εύκολο είναι για κάποιον με ευρωπαϊκό διαβατήριο σαν κι εμάς να μπαινοβγαίνει στην Αμερική, τη στιγμή που ένας Γουατεμαλτέκος χρειάζεται να περιμένει ουρές στην Πρεσβεία για μία τουριστική βίζα, ή χρόνια για μία επαγγελματική, εφόσον θελήσει να αναζητήσει μία καλύτερη ζωή στις ΗΠΑ.
Όμως για εμάς τους ταξιδιώτες η πραγματικότητα είναι αντεστραμμένη. Σε φτωχές χώρες όπως η Γουατεμάλα, αισθανόμαστε στο στοιχείο μας, καθώς μπορούμε να ζήσουμε εκεί αξιοπρεπώς με τον χαμηλό μας προϋπολογισμό. Αντίθετα, στην κεντρική Ευρώπη και στη βόρεια Αμερική αισθανόμαστε φτωχοί. Είναι σχεδόν αδύνατο να βγούμε έξω για φαγητό, να πάμε σε κάμπινγκ – πόσο μάλλον σε ξενοδοχείο – και ο καταναλωτισμός που επικρατεί στους πιο δημοφιλείς προορισμούς, μας διώχνει αντί να μας έλκει.
Έτσι, μετά από αυτό το πολιτισμικό, πολύχρωμο και χίπικο διάλειμμα στη Γουατεμάλα, επιστρέψαμε στις ΗΠΑ με ανεβασμένη ψυχολογία και ανανεωμένη βίζα για τρεις μήνες. _A.T.