H αναχώρηση

Ένα σφίξιμο στο στομάχι το έχεις…
Μπορεί από καιρό να έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι θα φύγεις μακριά στα ξένα σε ένα αυτοκινούμενο σπίτι 3,6 x 2 τετραγωνικών.
Μπορεί να το κάνεις με την οικογένειά σου έχοντας εξασφαλίσει – για την ώρα τουλάχιστον – ένα μηνιαίο εισόδημα και την εκπαίδευση του παιδιού.
Μπορεί να το έχεις συζητήσει όλο αυτόν τον καιρό με γονείς και φίλους που χαίρονται μεν για το θάρρος σου, στενοχωριούνται δε που θα κάνουν καιρό να σε ξαναδούν.
Όμως, όπως και να το κάνουμε, όταν φτάνει η στιγμή να φύγεις, ένα σφίξιμο στο στομάχι το έχεις.
Χαιρετάς τους γονείς και την αδερφή της γυναίκας σου – που τόσο λατρεύουν την ίδια και το παιδί σας – και οριακά κρατιέσαι να μην ξεσπάσεις σε κλάματα.
Έχει νυχτώσει και ακόμη δεν έχεις αφήσει τη Θεσσαλονίκη. Δεν θα περάσεις για έναν τελευταίο χαιρετισμό από τους δικούς σου γονείς;
Πώς τους χαιρετάς, πώς τους αφήνεις σε τέτοια ηλικία; Επιλέγεις να ντριμπλέρεις τη στιγμή. “Δεν σας χαιρετώ, θα τα πούμε”, τους λες. Ένα απλό “τα λέμε”, χωρίς σφιχτές αγκαλιές και αφήνεις την πόρτα του ασανσέρ να κλείσει στα μούτρα τους. Τι να σκέφτονται εκείνη τη στιγμή;
“θα τον ξαναδούμε άραγε πριν φύγουμε από τον μάταιο τούτο κόσμο;”
“Θα ξαναδούμε αυτήν την άτιμη τη μικρή;”
“Πού πάνε αυτά τα παιδιά πια; Πώς θα τα καταφέρουν;”
Δεν έχει νόημα να τα σκέφτεσαι αυτά τέτοια ώρα. Αν τα πάρεις τοις μετρητοίς, μάλλον θα τραβήξεις χειρόφρενο και θα πεις “άστο για του χρόνου”.
Όμως είσαι ήδη ενάμισι χρόνο στο δρόμο. Από την πρωτομαγιά του ’18 στην Ιταλία χωρίς σπίτι από τη μια στιγμή στην άλλη.
Μετά περιπλανώμενος στα ίδια λημέρια μέχρι τον Αύγουστο και από εκεί Ελλάδα. Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πελοπόννησο, Κρήτη, Σύρο, Τήνο, Σάμο, Λέσβο, Χίο, Ικαρία, Κάλυμνο, Σύμη, Καστελλόριζο, Νίσυρο, Σαντορίνη, Αθήνα, πάλι Θεσσαλονίκη και από εκεί Ήπειρο για ένα μήνα κατακαλόκαιρο. Και πάλι Θεσσαλονίκη μέχρι το Σεπτέμβριο.
Πόσους ανθρώπους έχεις αγκαλιάσει και έχεις αποχαιρετίσει όλον αυτό το χρόνο. Και γιατί δεν μένετε λίγο ακόμη, γιατί τόση βιασύνη;
Δεν γίνεται όμως, το πίσω είναι στασιμότητα. Στις 9.9.19 λες “φύγαμε”. 9.9.10 – 9 χρόνια πριν – ήταν η μέρα επιστροφής από το προηγούμενο όνειρο στην πραγματικότητα. Και φεύγεις με 2-3 μέρες καθυστέρηση για Βουλγαρία και Ρουμανία. Και Μολδαβία και Ουκρανία. Δύο μήνες από τη Ροδόπη στα Καρπάθια και από την Τρανσνίστρια στην Οδησσό. Και πίσω γιατί τρέχουν κάποιες δουλειές που έχουν προκύψει.
Πάλι Θεσσαλονίκη, πάλι οι αγαπημένοι φίλοι, πάλι οι τελευταίοι ασπασμοί.
Και νάσαι βράδυ – όχι μόνος, με την οικογένειά σου και μερικές χιλιάδες ανθρώπους που ακολουθούν από μακριά – να ψάχνεις πού να παρκάρεις και να κοιμηθείτε μεταξύ Θεσσαλονίκης και Ασπροβάλτας. Αυτή τη φορά ο δρόμος είναι χωρίς γυρισμό. Χωρίς ορατό γυρισμό τουλάχιστο. Στη λίμνη Αγίου Βασιλείου έχει καταχνιά και ο μόνος άνθρωπος που συναντάς είναι ένας φουσκωτός, νεαρός εθνικιστής που φωνάζει απειλητικά όταν κατεβαίνεις από το Iveco να τσεκάρεις το χώρο:
“Έλληνας είσαι;”
“Έλληνας είμαι αλλά αν ήμουν ξένος τι θα γινόταν”;
“Δεν τους πάω ούτε τους Τουρκαλάδες – δεν βλέπεις τι γίνεται; – ούτε τους κωλογερμανούς που μας έχουν φέρει εδώ που μας έχουν φέρει”.
“Οι Γερμανοί μας έχουν φέρει εδώ που μας έχουν φέρει δηλαδή;”
Παύση…
Όλα αυτά μες το σκοτάδι και την ομίχλη σε ένα παρατημένο πάρκινγκ δίπλα στη λίμνη. “Ωραία ξεκινήσαμε”, λες, τον χτυπάς στην πλάτη με συμπάθεια, τον χαιρετάς, βάζεις μπροστά και ξεκινάς.
“Πάμε Βούλα, θα βρούμε κάπου να κοιμηθούμε”. Τι σημασία έχει πού. Σημασία έχει ότι έχουμε ξεκινήσει να κάνουμε κουτσά στραβά το γύρο του κόσμου.
Για δεύτερη φορά…

